- κηλήνη
- κηλήνη· μέλαινα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηλήνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς* και εμφανίζει επίθημα ήνη (πρβλ. κεβλ ήνη)] … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
kel-4 and kāl- — kel 4 and kāl English meaning: a kind of dark/light spot Deutsche Übersetzung: in den Worten for helle and dunkle Flecken, graue and schwärzliche Farbentöne Note: compare also k̂er 3 and kers 1. Material: I. O.Ind. kalaŋka m.… … Proto-Indo-European etymological dictionary